θεματικός

θεματικός
-ή, -ό (AM θεματικός) [θέμα]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο θέμα λέξεως («θεματικό φωνήεν»)
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο θέμα τής συζήτησης, στην ημερήσια διάταξη τών θεμάτων
μσν.
(στο Βυζάντιο) αυτός που ανήκει σε θέμα, σε διαμέρισμα τού βυζαντινού κράτους
| |αρχ.
1. (για αγώνες) αυτός που έχει συνδεθεί με βραβείο
2. μουσικός τρόπος που αποσκοπεί στη δημιουργία εντύπωσης («ὁ φιλάνθρωπος καὶ θεματικός καλούμενος τρόπος», Πλούτ.)
3. ο οριζόμενος αυθαίρετα και σύμφωνα με την παράδοση, πατροπαράδοτος («θεματικοί παρατηρήσεις», Φιλόδ.)
4. (το ουδ. συγκρ. βαθμού ως επίρρ.) θεματικώτερον
(για τύπους λέξεων με διάφορα θέματα) συμφωνότερα προς τη ρίζα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • θεματικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεματικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στο θέμα, στη ρίζα μιας λέξης: Θεματικά φωνήεντα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θεματικά — θεματικός of neut nom/voc/acc pl θεματικά̱ , θεματικός of fem nom/voc/acc dual θεματικά̱ , θεματικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεματικώτερον — θεματικός of adverbial comp θεματικός of masc acc comp sg θεματικός of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεματικῶν — θεματικός of fem gen pl θεματικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεματικόν — θεματικός of masc acc sg θεματικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεματικαί — θεματικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεματικοί — θεματικός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεματικοῦ — θεματικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεματικούς — θεματικός of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”